στρύχνον

στρύχνον
στρύχνον, τό (also στρύχνος, , v. infr.), name of various plants:
1 σ. ἁλικάκκαβον, winter cherry, Physalis Alkekengi, Dsc. 4.71, Plin.HN21.177.
2 σ. κηπαῖον, hound's berry, Solanum nigrum, Dsc.4.70; v.l. στρύχνος, , and so Thphr.HP7.15.4.
3 σ. μανικόν (στρύχνος μανικός ib.9.11.6), thorn-apple, Datura Stramonium, Dsc.4.73.
4 σ. ὑπνωτικόν (

στρύχνος ὑπνώδης Thphr.HP9.11.5

), sleepy nightshade, Withania somnifera, Dsc.4.72 (στρύχνος is f.l. for στρίφνος in LXX Jb.20.18, and στρύχνον for τρύχνον in Nic.Th. 878).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρύχνον — winter cherry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρύχνον — και τρύχνον, τὸ, Α ονομασία διαφόρων ειδών φυτών (α. «στρύχνον ἀλικάκκαβον» είδος κερασιάς β. «στρύχνον κηπαῑον» είδος μουριάς γ. «στρύχνον μανικόν» είδος μηλιάς δ. «στρύχνον ὑπνωτικόν» φυτό με υπνωτικές ιδιότητες). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • στρύχνου — στρύχνον winter cherry neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρύχνων — στρύχνον winter cherry neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρύχνῳ — στρύχνον winter cherry neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυρόχορτο — το (Μ μαυρόχορτον) νεοελλ. κοινή ονομασία τών ειδών φυτών Solanum nigrum, αλλ. στύχνος, και Heliotropium europaeum, αλλ. μπαμπακίτσες ή μελισσόχορτο μσν. αγριοντομάτα («ἔπαρον στρύχνον.... λέγουν το καὶ μαυρόχορτον») …   Dictionary of Greek

  • μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… …   Dictionary of Greek

  • μώριος — μώριος, ἡ (Α) [μωρός] μτγν. 1. το φυτό μανδραγόρας 2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν 3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια …   Dictionary of Greek

  • ορθόγυιον — ὀρθόγυιον, τὸ (Α) το φυτό στρύχνον το μανικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. ορθ(ο) * + γυῖον «μέλος»] …   Dictionary of Greek

  • πέρσειον — και πέρσιον, τὸ, Α [περσέα] 1. ο καρπός τού δέντρου περσέα 2. το φυτό στρύχνον το μανικόν …   Dictionary of Greek

  • πεντόδρυον — το, Α (κατά τον Διοσκ.) «στρύχνον μανικόν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”